- συνειθισμένοι
- συνεθίζωaccustomperf part mp masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κτιλώ — κτιλῶ, όω (Α) [κτίλος] 1. καθιστώ κάποιον ή κάτι ήμερο, ημερώνω, δαμάζω («ἐκτιλώσαντο τὰς λοιπὰς τῶν Ἀμαζόνων», Ηρόδ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐκτιλωμένοι συνειθισμένοι, συνήθεις» … Dictionary of Greek